- αὐχμῶδες
- αὐχμώδηςdrymasc/fem voc sgαὐχμώδηςdryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυχμώδης — αὐχμώδης, ες (Α) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. βρόμικος, ρυπαρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχμῶδες η ξηρασία … Dictionary of Greek